Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐν ἐλαφρῷ

См. также в других словарях:

  • ελαφρώ — ἐλαφρῶ ( όω) (Α) βλ. ελαφρώνω …   Dictionary of Greek

  • ἐλαφρῷ — ἐλαφρός light in weight masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαφρώνω — ελαφρώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ἐλαφρῶ*. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάφρωμα] …   Dictionary of Greek

  • κραιπνόσυτος — κραιπνόσυτος, ον (Α) αυτός που κινείται γρήγορα («ἐλαφρῳ ποδὶ κραιπνόσυτον θᾱκον, προλιποῡσα», Αισχύλ.). επίρρ... κραιπνοσύτως (Α) γρήγορα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»